φιλοκατήγορος

φιλοκατήγορος
-η, -ο
αυτός που αγαπάει να κατηγορεί τους άλλους, επικριτικός, κατακριτικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοκατήγορος — η, ο, Ν αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί τους άλλους, που έχει τη ροπή να ψέγει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κατήγορος] …   Dictionary of Greek

  • αδικοβγάλτης — ο [αδικοβγάλλω] φιλοκατήγορος, συκοφάντης …   Dictionary of Greek

  • αναγορευτής — ο (θηλ. τρα) [αναγορεύω] αυτός που κακολογεί ή διαβάλλει τους άλλους, φιλοκατήγορος, συκοφάντης …   Dictionary of Greek

  • βασκαντικός — βασκαντικός, ή, όν (Α) [βασκαίνω] φθονερός, φιλοκατήγορος …   Dictionary of Greek

  • επιτιμητικός — ή, ό (Α ἐπιτιμητικός, ή όν) [επιτιμητής] ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («[τέλος] νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.) αρχ. αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος. επίρρ... επιτιμητικώς και ά… …   Dictionary of Greek

  • επιτιμητός — ἐπιτιμητός, ή, όν (Α) πάπ. ο άξιος επίτιμηματος*, ποινής, τιμωρίας ή, κατ’ άλλη ερμηνεία, ο φιλοκατήγορος, ο επιτιμητής …   Dictionary of Greek

  • κακολόγος — και κακόλογος, ο (AM κακολόγος, ον) αυτός που τού αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λογος (< λόγος), πρβλ. καινο λόγος, σεμνο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • κατηγοριάρης — (I) α, ικο φιλοκατήγορος, κακόγλωσσος, κουτσομπόλης, συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορία + κατάλ. άρης*]. (II) κατηγοριάρης και καταγοριάρης, ὁ (Μ) εκκλησιαστικό οφίκιο, υπάλληλος τού ναού τής Αγίας Σοφίας που φρόντιζε για τον ευτρεπισμό τού ναού …   Dictionary of Greek

  • μωμοσκοπώ — μωμοσκοπῶ, έω (ΑΜ) [μωμοσκόπος] εξετάζω τα ζώα που προορίζονται για θυσία για να δω αν έχουν κανένα ελάττωμα μσν. 1. (κατ επέκτ.) έχω την τάση να ψέγω, να κατακρίνω, είμαι φιλοκατήγορος, φιλόψογος 2. (το παθ.) μωμοσκοποῡμαι, έομαι υφίσταμαι ψόγο …   Dictionary of Greek

  • μωμοσκόπος — ο (Α μωμοσκόπος, ον) (γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, φιλόψογος, φιλοκατήγορος αρχ. αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για θυσία ζώα για να δει αν έχουν κανένα ελάττωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + σκόπος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”